ἰσοτόνως

ἰσοτόνως
ἰσότονος
pulling evenly
adverbial
ἰσότονος
pulling evenly
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισότονος — η, ο (Α ἰσότονος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, δηλ. την ίδια ένταση με κάποιον άλλο νεοελλ. 1. όρος τής χημείας που χαρακτηρίζει διαλύματα τα οποία παρουσιάζουν την ίδια ωσμωτική πίεση 2. φυσ. (για ατομικούς πυρήνες ή νουκλίδια) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”